Αλλάζουμε το χρώμα της σελίδας – και οι σελίδες είναι πολλές
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αξιοποιήσεις την πολιτιστική και κοινωνική κληρονομιά. Ο καλύτερος θα ήταν να την ενσωματώσεις στο σημερινό γίγνεσθαι. Να διατηρήσεις τα καλά, και τα κακά να τα απομονώσεις σ’ ένα χώρο – Μουσείο, όπου οι νεώτερες γενιές θα μπορούν να δουν από ένα μικρό παράθυρο το παρελθόν. Από το παρόν θα παίρνουν μαθήματα πως ό,τι και να ‘χει περάσει ένας τόπος, η ζωή συνεχίζεται με το χαμόγελο, πως κάποια πράγματα πάντα μπορούν να κερδηθούν αξιοποιούμενα. Και όπως τονίζει ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού: Στα δικαιώματα του πολίτη θα έπρεπε να ανήκει και το δικαίωμα να γνωρίζει την ιστορία του.
Γυάρος, Μακρόνησος, Ανάφη, Λέρος, Σπιναλόγκα: Αυτά τα μέρη πρέπει να αξιοποιηθούν ενσωματώνοντας εικόνες – σαν μέσα από παλιό ντοκιμαντέρ, στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι. Εικόνες από κατηγορίες ονομασιών που αν τις έφερες κατέληγες απομονωμένος, φυλακισμένος πίσω από τα σίδερα. Σίδερα των φυλακών των ξερονήσων της Γιάρου, της Μακρονήσου, του Άι-Στράτη. Των ψυχιατρείων της Λέρου, των απομονωτηρίων της Σπιναλόγκας. Εικόνες – σκιάχτρα, από ονόματα τόπων που συνδέθηκαν με κοινωνικούς αποκλεισμούς, εκτοπίσεις – ανθρώπων που ξεχώριζαν από ένα στίγμα που δίκαια ή άδικα τους έβαζε το κράτος ή και η υπόλοιπη κοινωνία δήθεν για να “προστατευθούν”.
Την περίοδο 1935 – 1942 σε περισσότερα από 40 απομακρυσμένα νησάκια του Αιγαίου εκτοπίστηκαν Έλληνες αντιφρονούντες.
Η Μεταξική δικτατορία αρχικά έστελνε τους αντιπάλους της σε μακρινούς τόπους εξορίας σε μακρινά νησιά του Αιγαίου. ΟΙ συνθήκες ήταν άθλιες – ακόμη ως το 1966, σε ότι αφορά την Ανάφη, όπως δηλώνει η επισκέπτρια το 1966, καθηγήτρια σήμερα Margaret Kenna, – έχοντας ασχοληθεί με την Ανάφη στο βιβλίο που έγραψε “Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας” (Αθήνα, 2004). “Δεν υπήρχε πόσιμο νερό, δρόμοι, προβλήτα, αποχετευτικό δίκτυο“.
Σε ένα μαγευτικό περιβάλλον οι ψυχές των έγκλειστων αισθάνονταν περισσότερο την αίσθηση της οδυνηρής κατάστασης τους; Εκεί που κελαηδούσαν ελεύθερα τα πουλιά, τα κύματα τραγούδαγαν το αιώνιο παιχνιδιάρικο τραγούδι τους με τον άνεμο, η γη πρασίνιζε από τα ανθισμένα την άνοιξη χαμομήλια, οι μυρωδιές της ρίγανης, της μολόχας, του θυμαριού σκόρπιζαν στον αέρα τις μυρωδιές τους; Τα σύνερα αργοταξίδευαν στο γαλάζιο που όμοιο του δεν υπήρχε σε παλέτα ζωγράφου;
Ναι, ένας τόπος εξορίας μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης σε ότι αφορά τους πολιτικούς εξόριστους (εκτοπισμένους) φυσικά. Υγιείς σωματικά και διανοητικά μπορούσαν στις ώρες τις ατέλειωτες να βρουν μονοπάτια διεξόδου με τη ζωγραφική, το γράψιμο, την διοργάνωση κάποιων εκδηλώσεων στο νησί (όπως η πολιτιστική λέσχη κρατουμένων Ανάφης). Περισσότερα για τις δραστηριότητες αυτές στο Μουσείο Δημοκρατίας Άι-Στράτη.
Ως προς την ξεχωριστή κοινωνία των λεπρών στη Σπιναλόγκα, οι διασκεδάσεις ήταν μέσα στο πρόγραμμα τους: “Κάθε βράδυ από απέναντι ακούγαμε τα τραγούδια, τις φωνές, τα γέλια από το απέναντι νησάκι της Σπιναλόγγας” μας λέει μια κάτοικος της Ελούντας στο βιβλίο της Βικτόρια Χίθλοπ το νησί. Ως προς την κοινωνία των εξορίστων, ο Γιάννης Ρίτσος ζωγράφιζε τις γκρίζες λειαμένες από τα κύματα πέτρες – φιγούρες με χρώματα που εκρήγνυνταν από τις ακτίνες ενός καυτερού ήλιου, χαρτιά που γέμιζαν με ποιητικές συνθέσεις στο “Μέρες Εξορίας”.
Μόνο οι τρελοί δεν είχαν φωνή παρά μόνο για ένα τσιγάρο και για βογγητά από τις “περιποιήσεις” των νοσοκόμων. καθώς πλησίαζες στο προαύλιο του κολαστηρίου της Λέρου, στα κάγκελα γαντζωμένος πάντα κάποιος που θα σου ‘λεγε “Ένα τσιγάρο, δώσε μου…”. Σήμερα εγκαταλελειμμένα κτίρια, σπασμένα τζάμια, ξεχαρβαλωμένα κρεβάτια σ’ έναν χώρο που στο άκουσμα του σφίγγεται με οδύνη η ψυχή σου – Ψυχιατρείο της Λέρου. Σε αντίστοιχο ντοκιμαντέρ καταδείχθηκαν ακόμη αυτοί οι άθλιοι χώροι.
Γυάρος, Μακρόνησος, Ανάφη, Λέρος, Σπιναλόγγα εκεί όπου μαρτύρησαν εκατοντάδες ψυχές. Ποιοί σώθηκαν αλώβητοι; Αυτό μόνο το οικογενειακό περιβάλλον καθενός το γνωρίζει, οι μαρτυρίες των φίλων ή των μελετητών. Ωστόσο τα μέρη αυτά παραμένουν τυλιγμένα στη σιωπή των επτασφράγιστων μυστικών τους πάντα τόσο όμορφα αντιστρόφως ανάλογα με τις ιστορίες ανθρώπων που τα κατοίκησαν.
Τα χρόνια πέρασαν, οι συνθήκες άλλαξαν. Γιατί να μην αλλάξουν κι αυτά τα μέρη; Ότι πρέπει να αξιοποιηθούν από το κράτος είναι αδιαμφισβήτητο. Σήμερα που πωλείται η Ελλάς, γιατί δεν τα δίνουν προς πώληση με τη συνακόλουθη αξιοποίηση τους; Αυτοί οι χώροι αντί να ρημάζουν ακατοίκητοι και έρημοι – ορόσημα οργής και πόνου για τους ντόπιους κατοίκους τους, απέραντης θλίψης για τους υπόλοιπους που δεν έχουν διάθεση ή δεν υπάρχουν επαρκή ερείσματα για να τα επισκεφθούν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τουριστικά. Εξαίρεση η Σπιναλόγκα στην Κρήτη, που τουρίστες περνάνε απέναντι, με το καΐκι από τα Μάλια, να “θαυμάσουν” τα σπιτάκια, τους δρόμους του ερημωμένου οικισμού.
Αλλάζουμε σελίδα φαίνεται από τον πολιτισμό – Θα έφερναν ανάπτυξη, θέσεις εργασίας: Τα παλιά οικήματα θα γκρεμίζονταν – τίποτε δεν θα θύμιζε ένα οδυνηρό παρελθόν και οι κάτοικοι απαλλαγμένοι από “το φάντασμα της ελευθερίας” – μιας αλυσοδεμένης ελευθερίας, θα μπορούσαν με περηφάνια να λένε: εδώ κάποτε ήταν οι φυλακές, εδώ ήταν το παλιό ψυχιατρείο, εδώ κάποτε ήταν τα σπιτάκια των λεπρών – δείχνοντας ένα συντηρημένο μικρό κομμάτι των εγκαταστάσεων όπου σήμερα θα πίνεις έναν καφέ, θα δοκιμάζεις μια τοπική σπεσιαλιτέ. Στο σιδερένιο τραπεζάκι θα σε περιμένει ένα ποτήρι νερό να ξεδιψάσεις κι ένα γλυκό νεραντζάκι να γευτείς.
Το αν η Ελλάδα γύρισε σελίδα, πρώτα πρώτα αυτό πρέπει να φανεί από τον Πολιτισμό. Η τουριστική αξιοποίηση των τόπων εξορίας πρέπει να υλοποιηθεί. Θα δώσει ανάσα ζωής και όχι ερήμωσης στους μαρτυρικούς αυτούς τόπους.