Το σπίτι ήταν από τα ελάχιστα εναπομείναντα παλιά στην Κυψέλη πάνω από την Επτανήσου στο ύψος της “Δημοτικής Αγοράς”. Σκάλα εισόδου μέσα, με μπρούτζινη κουπαστή, ψηλά ταβάνια, ευρύχωροι χώροι υποδοχής, πίσω η ανακαινισμένη μοντέρνα κουζίνα με τη βεράντα που έβλεπε σε μια αυλή περιστοιχισμένη από τους ντυμένους με κισσό τοίχους της διπλανής πολυκατοικίας, με δυο λεμονιές και κάμποσες γλάστρες.
Στα κάγκελα του μπαλκονιού στερεωμένοι τρεις λαμπτήρες – από τους καινούργιους που μοιάζουν με κεριά, σκορπούσαν το αμυδρό τους υπογάλανο φως.
Παραγγείλαμε σουβλάκια από το κοντινό σουβλατζίδικο.
“Είναι τέλεια!” μας λέει η οικοδέσποινα πριν πιάσει το ακουστικό για τη παραγγελία, “τα καλύτερα της περιοχής!”
Στους τοίχους παλιά πορτρέτα των προγόνων, του προπάππου, της προγιαγιάς σε βαριές κορνίζες να κοιτάζουν με ανέκφραστο, μουντό βλέμμα τους πολυκαιρισμένους καναπέδες, τις μπρούτζινες προτομές, τις φωτογραφίες με τα γελαστά νεανικά πρόσωπα στα τραπεζάκια.
“Εσύ είσαι αυτή; Πολύ όμορφη!” της λέω χωρίς να ‘μαι και πολύ σίγουρη…
“Εγώ!” λέει γελαστά “Τότε που ήμουν κοκέτα – πραγματικά με ενδιέφερε το στυλιζαρισμένο λουκ, η σικ εμφάνιση…! “
“Πω-πω! Κούκλα είσαι εδώ!”
“Βγαίνεις τα βράδια;” τη ρωτάω. “Όχι, που να πάω, μόνο το πρωί.”
“Το πρωί;…”
“Ε ναι! βγάζω το σκύλο βόλτα, ψωνίζω τρόφιμα, μαθαίνω τα νέα…”
“Τι νέα δηλαδή;”
“Ε να πολιτικής υφής, ας πούμε για τα εργοστάσια που κλείνουν – ένας τεχνίτης που μου φτιάχνει μερεμέτια εδώ στο σπίτι, μου ‘λεγε πως τον απέλυσαν πυξ-λαξ…”
“Φοβερή κρίση” λέω, “αλλά δε γίνεται κάτι διαφορετικό – το να βγούμε απ’ το ευρώ θα μας κάνει φτωχότερους! – τουλάχιστον πολλοί έτσι λένε…”
“Να γίνουμε! Εκατό φορές να φτωχύνουμε, μετά θα φτιάξουν τα πράγματα. Όλα θα ξεκινήσουν απ’ την αρχή, σε νέες υγιείς βάσεις.” λέει με το φαρδύ της εγκάρδιο χαμόγελο και με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις.
“Και να ζοριστούμε λίγο τι έγινε, μήπως τώρα είμαστε πλούσιοι;” Θα εννοεί σκέφτηκα πως τα παίρνουν όλα οι Τράπεζες. Της το λέω:
“Ναι οι Τράπεζες, οι κάρτες…”
“Όχι, εγώ ποτέ δεν ψωνίζω με κάρτα. Μόνο με μετρητά, αλλά τώρα τι να ψωνίσεις δε φτάνουν με τόσα άλλα έξοδα…”
Κουβέντες… Το κυριότερο ήταν ότι δεν έβγαινε τα βράδια… Σαν επισκέπτρια που ήμουν στη γειτονιά δεν είχα καταλάβει τι μπορούσε να κρύβεται στους ημισκότεινους δρόμους. Κάποια περαστική προ ολίγου, με ιλιγγιώδες μίνι – μελαμψή με καλλίγραμμα πόδια – “Εντάξει μπορεί να είναι…” Όμως εκείνη δε βγαίνει παρά για τα ψώνια και για να μάθει τα νέα…
“Τα βράδια τι κάνεις; ” “Πέφτω νωρίς για ύπνο – δέκα, έντεκα…”
Πέρασε λίγος καιρός για να υποψιαστώ πως αυτό που δεν την άφηνε να βγει ήταν ο Φόβος. Ο φόβος του να γίνεσαι ξένος στη γειτονιά σου που κατοικείται από ξένους, ο φόβος πως μπορεί να βρεις το μπελά σου, να σου επιτεθούν, να σε σκοτώσουν…
“Όταν ήρθαν οι γονείς μου εδώ, δεν υπήρχε τίποτε γύρω. Μονάχα λιγοστές μονοκατοικίες με κήπους και οπωροφόρα. Η θέα απ’ το μπαλκόνι ήταν απεριόριστη – βλέπαμε ίσαμε το Φάληρο, τη θάλασσα… γιατί γύρω δεν υπήρχαν παρά άκτιστα οικόπεδα“.
“Που μένανε πριν;” τη ρωτάω
“Πλατεία Βικτωρίας, μετά αγόρασε ο πατέρας μου το σπίτι αυτό αφού συμφώνησε και η μητέρα μου, που της άρεσε που ήταν εξοχή και που ήταν τόσο μεγάλο και αρχοντικό – παρ’ όλες τις ερημιές…”
“Σήμερα όμως ορίστε που φτάσαν τα πράγματα… πολύς κόσμος, όλο μπετόν – επιπλέον, γεμίσαμε αλλοδαπούς – πολλοί μαύροι κι όλας…”
“Και πως πάνε τα πράγματα εδώ; Υπάρχει ασφάλεια;”
“Εντάξει έχουμε συναγερμό, μετά δεν ανοίγω ποτέ την πόρτα αν δεν εξακριβώσω πρώτα ποιος είναι…”
“Είδα προηγουμένως απέναντι μια Έβγα, πας εκεί καθόλου να ψωνίσεις;”
“‘Οχι ποτέ, την έχουν κάτι ξένοι, τους αντιπαθώ, ούτε και θέλω να μπω…”
Ο Φόβος, να μη μπορείς να ξεμυτίσεις το βράδυ. Κι όταν το κάνεις να ‘ναι μόνο με ταξί που θα τηλεφωνήσεις να έρθει να σε πάρει. Όπως τη μέρα που συναντηθήκαμε στο Μπαζάρ.
“Θα φάμε παρέα” μας λέει, όταν της προτείνουμε να πάμε κάπου κοντά, στο Κολωνάκι.
“Θα παραγγείλω να μας φέρουν σπίτι!” μας λέει ευγενικά και πρόσχαρα. “Θα γνωρίσετε και τη μητέρα μου!” κι έτσι την πήγαμε στο σπίτι της:
Στη παλιά γειτονιά, τη Κυψέλη των μαθητικών χρόνων, των ήσυχων ζαχαροπλαστείων, των πρώτων μυστικών εκμυστηρεύσεων, των ζωηρών εντυπώσεων, των ορμητικών ενθουσιασμών είχε γίνει ένα γκέτο.
Μια απαγορευμένη περιοχή για τους κατοίκους της – τους ίδιους που μένανε από παλιά – τότε που “γύρω υπήρχανε μονάχα κήποι με οπωροφόρα και άκτιστα ακόμη οικόπεδα” – όσο κι αν αυτό μοιάζει απίστευτο για τον ευκαιριακό επισκέπτη, αλλά για όσους ζουν εκεί – για κάποιους τουλάχιστον που μένανε πάντα εκεί και δεν αντέχουν να βλέπουν αυτή τη μετάλλαξη,είναι πέρα για πέρα πιστευτό —αληθινό και οδυνηρό συνάμα.
Ενημέρωση 5/13 Τι ακριβώς είπε η Κική Δημουλά για την παλιά —πλην όμως και σημερινή της γειτονιά την Κυψέλη (οδός Πυθίας)
Φωτο Αρχική Πηγή: από Άρθρο
Γιάννης Βαρβέρης / Βικτώρια«Μη γυρίσω, να μη διω…»
Εζησα περί την πλατεία Βικτωρίας από το 1968 έως το 1991. Δεν είναι στην πρόθεσή μου να αναπτύξω χωροταξία ή ωραιοποίηση της εποχής και της περιοχής. Διαλέγω λοιπόν νησίδες που έπαιξαν τότε ρόλο στο κλίμα του γύρω χώρου: τα θέατρα «Μινώα» και Θερινό του Κουν στην Ιουλιανού, τα σινεμά τέχνης «Αλκυονίς» και «Στούντιο», το «Θεατρικό εργαστήρι» του Δημήτρη Κωνσταντινίδη, το «Γκριν Παρκ» του Ομηρου Αθηναίου. Ακόμα, το ζαχαροπλαστείο «Διεθνές» για τους μεσοαστούς και άνω, το μακαρονάδικο «Νάπολι» για προκαταρκτικές συναντήσεις με το κύριο θέμα τους στο ξενοδοχείο «Μπραζίλ» της οδού Φυλής, ο παλιός αριστοκρατικός «Φλόκας» και το «Περφέκτ», το επιζών «Πετέκ» με εκλεκτά παγωτά στο χέρι, το αδιάφορο για μένα καφενείο Δομάζου, η παραδοσιακή, αποβιώσασα ταβέρνα «Τα τρία αδέλφια» επί της οδού Ελπίδος, το «Ροντέο» της αγνής περιόδου του Σαββόπουλου, καφενεία – λέσχες σε πολλές γωνίες, το προώρως εκδημήσαν ζαχαροπλαστείο «Φιρέντσε», το θρυλικό μπαρ λογοτεχνών και λογοτεχνιζόντων «Ιν τάιμ» της οδού Φερών, το μέγεθος έχον (σε πελάτες) ιπποδρομιακό στοίχημα – λαχεία της οδού Χέυδεν, και λίγο πιο κάτω, στην Αχαρνών, το δοξασμένο λαϊκό κέντρο «Βεντέτα» και μετά «Πανόραμα», απ’ όπου πέρασαν ο Γαβαλάς με την Κούρτη, η Δούκισσα, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Λευτέρης Ψιλόπουλος, η Καίτη Ντάλλη, ο Σαλαμπάσης, ο Καφάσης, ο Μοναχός και πλείστοι άριστοι άλλοι.Ανθεκτικό στους καιρούς το θρυλικό παλαιοβιβλιοπωλείο του Κώστα Νικολάκη στην 3ης Σεπτεμβρίου, μάζευε κι ακόμα μαζεύει εραστές του πνεύματος και του οινοπνεύματος. Την πλατεία τίμησαν, πρώτος, μεταξύ ίσων, ο Μένης Κουμανταρέας, σε προχωρημένη ηλικία καθήμενη στα παγκάκι η Ελένη Χαλκούση, ο ευφυέστατος δημοσιογράφος και επιθεωρησιογράφος Δ. Κ. Ευαγγελίδης, ο αυτάδελφός μου ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, ο ποιητής Γ.Κ. Καραβασίλης που ανήλθε γρήγορα προς τις μούσες, οι ηθοποιοί Δήμος και Νίνα Σταρένιου, Ρίτα Μουσούρη, Φραγκίσκος Μανέλλης, Νίκος Ξανθόπουλος, Ανέστης Βλάχος, Νίκος Χατζίσκος και Τιτίκα Νικηφοράκη (ακμάζουν ακόμα οι ελπίδες της στην οδό Ελπίδος) και ο ζωγράφος Σπύρος Κούκος.Θέλω, λοιπόν, «να μη διώ…», επειδή, όχι, δεν θα φρίξω, αλλά θα δω μιαν άλλη, άγνωστή μου πλατεία, και, μοιραία αλλά μελαγχολικά, θα προσπεράσω.
* Ο Γιάννης Βαρβέρης είναι ποιητής και κριτικός θεάτρου.
ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
ΕΛΕΝΗ ΒΡΕΤΤΟΥ
Για την Πλατεία Βικτωρίας έχουν γράψει πολλοί συγγραφείς μας. Ωστόσο σήμερα είναι τόπος λίαν επικίνδυνος… Οι πληροφορίες δια στόματος Γιάννη Βαρβέρη, πάρα πολύ ενδιαφέρουσες και ευχαριστώ για την παράθεση τους ως συμπληρωματικές στο κείμενο για την οδό Σπετσών.
Υ.Γ.1 Έχουν ήδη περάσει 5 μήνες από το Ύστατο Χαίρε στο ποιητή Γιάννη Βαρβέρη – έναν από τους σημαντικότερους της γενιάς του ’70. Τυλιγμένοι μέσα στην απελπισία των μέτρων και των σκοτεινών οριζόντων που φέρνει η φερόμενη ως “χρεοκοπία” μας, δεν έχουμε καιρό και νου, να θυμόμαστε αυτούς που ήδη έχουν αφήσει το μάταιο αυτό κόσμο…
Καιρό κανένα επίσης, για τους φίλους και γνωστούς που εγκλωβισμένοι στη πολυκατοικημένη Κυψέλη, στην εξίσου πυκνοκατοικημένη Πατησίων – μέρη που κάποτε έδιναν ζωή σε τόσα όνειρα… Και μακάρι να συνεχίσουν να δίνουν – παρά τις φρικτές αντιξοότητες – και αναφέρομαι στο χαμένο ηθοποιό Νίκο Σεργιαννόπουλο που εκεί διάβηκε το τελευταίο σκαλοπάτι του οδυνηρού δρόμου του.
Υ.Γ.2 Τη φίλη που αναφέρω στο post δυστυχώς δεν είδα εδώ και καιρό – από την αρχή της κρίσης…
Υ. Γ.3 30/08/’11 Έσβησε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης 1955 – 2011 (56) μέσα στο ταξί, από ανακοπή καρδιάς, ενώ επέστρεφε σπίτι του.
Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε. το πιάνο μου κι εγώ είμαστ’ εδώ πολύ καλά εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου και ιδίως μακριά επιτέλους από κάθε προοπτική πνιγμού… Συλλογή (Ύστατο Αντίο)