Δεν ξέρω, σήμερα σκέφτηκα το παλιό σπίτι που θα μπορούσε να είχα συναντήσει στην εκδρομή στο χωριό. Εδώ πνιγόμαστε από τις πολυκατοικίες – συστατικά μιας ξέφρενης πορείας στο πουθενά – άσφαλτος, γκρίζα κτίρια, καταστήματα, βιτρίνες σ’ ένα κυνήγι υποτίθεται για μια πρόοδο και ευημερία.
Όμως η παλιά πόρτα της φωτογραφίας έχει την ιστορία της – είναι και δική μας αφού τη γράψαμε σ’ ένα τόπο άγνωστο, ωστόσο σ’ έναν χρόνο τέλεια γνωστό… Η παλιωμένη, οικεία μορφή της δεν παύει να σε προσκαλεί σε ατέλειωτους περιπάτους στη φύση, ανάμεσα στα δένδρα και τα κελαρίσματα των ρυακιών.
Ο άνεμος φυσάει απαλά και μας συνεπαίρνει με τη δροσερή του πνοή. Τα φύλλα κιτρινισμένα, σχηματίζουν ένα εξαίσιο χαλί στα πόδια μας, οι ακτίνες διαπερνούν τα φυλλώματα και τα κλαριά, ανάμεσα στους ήχους από τα τιτιβίσματα των πουλιών και του δροσερού νερού που τρέχει απ’ την πηγή.
Δεν είναι μακριά το κονάκι όπου θα ξαποστάσουμε. Στο αναμμένο τζάκι θα μιλήσουμε για το παλιό μας σπίτι – τότε που η γιαγιά περίμενε στην πόρτα με το πλεχτό από βελονάκι απιθωμένο στην ποδιά της καθώς μας ατένιζε με το τρυφερό της βλέμμα καλωσορίζοντας μας.
Δεν είναι μακριά όλα αυτά. Λίγα χρόνια έχουν περάσει και αυτή η φωτογραφία έφερε πάλι τη θύμησή τους στο νου μας.
Κλεισμένοι σ’ ένα ασφυχτικό παρόν που αφήνει ελεύθερες μονάχα κάποιες χαραμάδες – ικανές όμως να διαπεράσουν τη θολή γκρίζα πρόσοψη της νέας εποχής, εικόνες κλεισμένες στο νου και στην καρδιά – που θέλει να νοιώσει όλες τις αισθήσεις που τότε την έκαναν να κτυπά δυνατά, εκ νέου ν’ αδράξει όλες τις γεύσεις που τότε την ξελόγιαζαν με τη γλυκιά τους αλχημεία.
Αμίλητη, κυνηγημένη φτάνει σ' ερειπωμένο τοίχο
στηρίζεται και περιμένει ένα κελάδημα, ένα στίχο.
Γύρω το δάσος με τις μπόρες
φεύγει σαν πλοίο στην τρικυμία.
Κι ήτανε ημέρες ανθοφόρες -επέρασαν- κι ήτανε μία…
Κώστας Καρυωτάκης 1922 [Φυγή]
συνέχεια εδώ
Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας